Home > Όροι > Croatian (HR) > kontrola

kontrola

Including the terms "controlling," "controlled by," and "under common control with," means the possession, direct or indirect, of the power to direct or cause the direction of the management and policies of a person, whether through the ownership of voting shares, by contract, or otherwise.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

sandragaspar
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα Category: Grammar

analitički jezik

Isolating languages tend to form their words of single morphemes (that is, of roots without affixes). They often use several short words where another ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Parkinson’s Disease

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

JK. Rowling

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 8 Όροι