Home > Όροι > Croatian (HR) > kontrola

kontrola

Including the terms "controlling," "controlled by," and "under common control with," means the possession, direct or indirect, of the power to direct or cause the direction of the management and policies of a person, whether through the ownership of voting shares, by contract, or otherwise.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Armana
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Electrical equipment Category: Electricity

električne opasnosti

A dangerous condition such that contact or equipment failure can result in electric shock, arc flash burn, thermal burn, or blast.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Most Beautiful and Breathtaking Places in the World

Κατηγορία: Travel   2 14 Όροι

Discworld Books

Κατηγορία: Λογοτεχνία   4 20 Όροι