Home > Όροι > Croatian (HR) > mutagen

mutagen

An agent that causes a permanent genetic change in a cell. Does not include changes occurring during normal genetic recombination..

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

GORDANA
  • 0

    Όροι

  • 6

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

pomlađivanje lica krvlju

Pomlađivanje lica krvlju je postupak podmlađivanja u kojem kozmetičarka prvo izvadi krv iz pacijentove rukea zatim tu krv ubaci u centrifugu kako bi ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Mars

Κατηγορία: Επιστήμη   2 5 Όροι

Russian Musicians

Κατηγορία: Arts   1 20 Όροι

Browers Terms By Category