Home > Όροι > Kazakh (KK) > сот

сот

A term formerly used to mean a Church disciplinary council.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία
  • Category: Mormonism
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γλώσσα Category: General language

нормативті айтылу

Received Pronunciation (RP), also called the Queen's (or King's) English,[1] Oxford English,[2] or BBC English, is the accent of Standard English in ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

APEC

Κατηγορία: Politics   2 9 Όροι

Food to taste in Pakistan

Κατηγορία: Food   1 2 Όροι