Home > Όροι > Kazakh (KK) > қышқыл

қышқыл

Sharp-tasting because of acidity. Occasionally used as a synonym for acidic.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ποτά
  • Category: Wine
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent2
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 11

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γεωγραφία Category: Χώρες & Κράτη

Афон тауы

Greek mountain and pilgrimage site, known as the birthplace of early Christian Orthodox monasticism, housing around 20 Eastern Orthodox monasteries. ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Land of Smiles

Κατηγορία: Travel   1 10 Όροι

Law terms

Κατηγορία: Νομική   2 2 Όροι