Home > Όροι > Macedonian (MK) > обвинет

обвинет

accused-a person that is charged of committing an offence, can be a delict or crime

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Legal services
  • Category: Legal aid (criminal)
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ane.red
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Lakes

езеро

A body of relatively still fresh or salt water of considerable size, localized in a basin that is surrounded by land. Lakes are inland and not part of ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Dangerous Dog Breeds

Κατηγορία: Animals   4 4 Όροι

Nikon Digital SLR's Camera

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 22 Όροι