Home > Όροι > Macedonian (MK) > одлага
одлага
To suspend the hearing of a case temporarily.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: verb
- Συνώνυμο(α): sine die_₀
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Legal services
- Category: Legal aid (criminal)
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Mapping science(4042)
- Soil science(1654)
- Physical oceanography(1561)
- Geology(1407)
- Seismology(488)
- Remote sensing(446)
Earth science(10026) Terms
- Aeronautics(5992)
- Air traffic control(1257)
- Airport(1242)
- Aircraft(949)
- Aircraft maintenance(888)
- Powerplant(616)
Aviation(12294) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)
Γεωγραφία(4630) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Marketing communications(549)
- Online advertising(216)
- Billboard advertising(152)
- Television advertising(72)
- Radio advertising(57)
- New media advertising(40)