Home > Όροι > Macedonian (MK) > степен

степен

Unit used to measure angles.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Mathematics
  • Category: Geometry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Fish

задоволувачка ајкула

Задоволувачката ајкула е вторта по големина ајкула, која живее во водите на Источно-Северен Пацифик. Задоволувачката ајкула го доби своето име, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

5 Soccer Superstars That Never Played in a World Cup

Κατηγορία: Σπορ   1 5 Όροι

The strangest food from around the world

Κατηγορία: Food   1 26 Όροι

Browers Terms By Category