Home > Όροι > Macedonian (MK) > помлад готвач

помлад готвач

Works in a specific station, but reports directly to the chef de partie and takes care of the tools for the station.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): commis
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Restaurants
  • Category: Fine dining
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Dairy products Category: Cream products

шлаг крем

Крем што биле тепани од страна на миксер, брзо движење, вилушка, или камшик, додека таа е светлина и меки. Шлаг крем често се наслади и понекогаш ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Russian Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   2 20 Όροι

Natural Fermentation Bread

Κατηγορία: Food   1 35 Όροι