Home > Όροι > Albanian (SQ) > konformitet

konformitet

Going along with one's peers, individuals of a person's own status, who have no special right to direct that person's behavior.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Unofficial holidays

Smokeout Great American

Observed every year since 1977, the Great American Smokeout takes place on the third Thursday of November. Sponsored by the American Cancer Society, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Museums in Paris

Κατηγορία: Arts   1 11 Όροι

Game of Thrones Characters

Κατηγορία: Other   1 8 Όροι