Home > Όροι > Σερβικά > побољшање

побољшање

An improvement that increases property value as distinguished from repairs or replacements that simply maintain value.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tijana Biberdzic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ιστορία Category: Παγκόσμια ιστορία

Опсада ла Рошела

Хугенотско упориште на западној обали Француске, под опсадом кардинала Ришела 15 месеци 1627-28. Три четвртине становништва је умрло од глади.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

World's Top Economies in 2014

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι

International Commercial

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι