Home > Όροι > Σερβικά > aditivi
aditivi
Substances intentionally added to food to maintain or improve nutritional quality.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
- Category: Food additives
- Company: Epricurious
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Postal communication
делтиологија
Делтиологија се односи на сакупљање и проучавање разгледница, обично из хобија.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
tim.zhaotianqi
0
Όροι
40
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
10 Material Design Android apps you should be using right now
Κατηγορία: Τεχνολογία 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)
Χρονομετρία(738) Terms
- Industrial lubricants(657)
- Cranes(413)
- Laser equipment(243)
- Conveyors(185)
- Lathe(62)
- Welding equipment(52)
Industrial machinery(1734) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)