Home > Όροι > Σερβικά > оквир
оквир
A structure supporting roof, floor or walls.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): framing._₀, frame, framing._₀
- Blossary: Architecture contemporaine
- Κλάδος/Τομέας: Architecture
- Category: Architecture contemporaine
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Стив Џобс лутка
Врло реалистична акциона играчка моделована по лику Стива Џобса и произведена у Кини, у Иникон компанији(In Icon) Лутка обухвата анатомски исправну ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Muscular(158)
- Brain(145)
- Human body(144)
- Developmental anatomy(72)
- Nervous system(57)
- Arteries(53)