Home > Όροι > Σερβικά > отпорност
отпорност
The inherent ability of an animal or plant body to resist (oppose, counteract) untoward circumstances such as insect attack, diseases, toxic agents, or infection.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: Rice science
- Company: IRRI
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Уставни суд
Уставни суд Украјне једино је тело уставне надлежности у Украјини, у складу са чланом 147. Устава Украјине. Уставни суд Украјине решава питања о ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Fuel cell(402)
- Capacitors(290)
- Motors(278)
- Generators(192)
- Circuit breakers(147)
- Power supplies(77)
Electrical equipment(1403) Terms
- Hats & caps(21)
- Scarves(8)
- Gloves & mittens(8)
- Hair accessories(6)
Fashion accessories(43) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)