Home > Όροι > Σερβικά > отпорност

отпорност

The inherent ability of an animal or plant body to resist (oppose, counteract) untoward circumstances such as insect attack, diseases, toxic agents, or infection.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: Rice science
  • Company: IRRI
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jelena milic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Νομική Category: Legal

Уставни суд

Уставни суд Украјне једино је тело уставне надлежности у Украјини, у складу са чланом 147. Устава Украјине. Уставни суд Украјине решава питања о ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

2013 Best Movies

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 4 Όροι

ROAD TO AVONLEA SERIES

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 21 Όροι