Home > Όροι > Filipino (TL) > diskriminasyon

diskriminasyon

Unequal treatment of workers because of race, sex, religion, nationality, or union membership.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor relations
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

tobbly
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices

laurel

See "bay leaf"

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Serbian Monasteries

Κατηγορία: Θρησκεία   1 0 Όροι

Firearm Anatomy

Κατηγορία: Μηχανική   1 27 Όροι