Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > compensación

compensación

Se refiere a todo lo recibido de un empleador a un empleado por sus servicios, incluyendo el sueldo y los beneficios.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Business services
  • Category: Human resources
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jorbuacar
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

pepino

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Mental Disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι

Words that should be banned in 2015

Κατηγορία: Languages   1 2 Όροι