Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > compensación
compensación
Se refiere a todo lo recibido de un empleador a un empleado por sus servicios, incluyendo el sueldo y los beneficios.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Business services
- Category: Human resources
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits
pepino
A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)
Αρχαιολογία(2749) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)
Γεωγραφία(4630) Terms
- Fuel cell(402)
- Capacitors(290)
- Motors(278)
- Generators(192)
- Circuit breakers(147)
- Power supplies(77)
Electrical equipment(1403) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)