Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > módulo

módulo

An arithmetic operation whose result is the remainder of a division operation. For example, 17 modulo 3 = 2 because 17 divided by 3 yields a remainder of 2. Modulo operations are used in programming.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Software
  • Category: Operating systems
  • Company: Microsoft
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Evolution

ARN ribosomal (ARNr)

The kind of RNA that constitutes the ribosomes and provides the site for translation.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Serbian Mythological Beings

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι

Literary

Κατηγορία: Arts   1 1 Όροι