Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > fondos en efectivo

fondos en efectivo

La cuenta monetaria a la que los pagos en efectivo se acreditan.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Software
  • Category: ERP
  • Company: SAP
  • Προϊόν: SAP Business One
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jorbuacar
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

pepino

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Stupid Laws Around the World

Κατηγορία: Νομική   2 10 Όροι

Rare Fruit

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι