Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > corona

corona

La parte de un diente que está cubierta por el esmalte. Dícese también de una restauración dental que cubre todo el diente y le devuelve su forma original.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Root vegetables

rábano

Annual or biennial plant (Raphanus sativus) of the mustard family, probably of Oriental origin, grown for its large, succulent root. Low in calories ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Disarmament

Κατηγορία: Politics   2 10 Όροι

2014 FIFA World Cup Venues

Κατηγορία: Σπορ   1 12 Όροι