Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > propóleos
propóleos
A resinous substance obtained from beehives that is used traditionally as an antimicrobial. It is a heterogeneous mixture of many substances.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Business services Category: Customer management
Snuggery
Una organizzación norteamericana que vende sesiones de abrazos a 60 dólares la hora. Fue establecida por Jacqueline Samuel a principios de 2012, y ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
willarth09
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
The Mortal Instruments: City of Bones Movie
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 1 21 Όροι
Browers Terms By Category
- Aeronautics(5992)
- Air traffic control(1257)
- Airport(1242)
- Aircraft(949)
- Aircraft maintenance(888)
- Powerplant(616)
Aviation(12294) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Misc restaurant(209)
- Culinary(115)
- Fine dining(63)
- Diners(23)
- Coffehouses(19)
- Cafeterias(12)
Restaurants(470) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)