Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
Γενική έλεγχοι
Λογιστική; Auditing
Πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία των συστημάτων πληροφορικής, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων λειτουργίες κέντρο και δίκτυο δεδομένων, απόκτηση λογισμικού και συντήρησης ...
οικονομικές προβλέψεις
Λογιστική; Auditing
είναι υποψήφιοι οικονομικές καταστάσεις ότι παρούσα αναμενόμενη μελλοντική οικονομική κατάσταση, αποτελέσματα των επιχειρήσεων, και των ταμειακών ροών με βάση τις αναμενόμενες συνθήκες. Μια οικονομική ...
χρηματοπιστωτικό ίδρυμα
Λογιστική; Auditing
επιβεβαίωση ζητήσει επιβεβαίωση αποστέλλονται στον πελάτη της Τράπεζας ή άλλου χρηματοδοτικού ιδρύματος που ζητά η Τράπεζα να επιβεβαιώνουν άμεσα με τις πληροφορίες του ελεγκτή για ισορροπίες σε μια ...
επιμερισμός καθηκόντων
Λογιστική; Auditing
σημαίνει την ανάθεση ευθυνών σε διαφορετικούς ανθρώπους να εξουσιοδοτούν συναλλαγές, καταγράφουν συναλλαγές και να διατηρούν την σειρα των οικονομικών στοιχείων. Ο επιμερισμός καθηκόντων μειώνει τις ...
κύκλος εσόδων
Λογιστική; Auditing
Η δόση μιας εταιρείας που εκπληρώνει τις διαταγές πελάτη, λογαριασμούς για εισπράξεις και συλλέγει αυτές τις εσιπράξεις. ...
ψηφίο αυτοελέγχου
Λογιστική; Auditing
Ενα έξτρα ψηφίο προστίθεται σε έναν αριθμό. Ενα ε΄ξτρα ψηφίο υπολογίζεται από τα άλλα ψηφία στον αριθμό. Το πρόγραμμα υπολογιστών μπορεί να ελέγχει την παραγωγή αναυπολογίζοντας και συγκρίνοντας τον ...