Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
ουσιαστικός
Λογιστική; Auditing
Μια ουσιαστική διαδικασία ελέγχου είναι ένα τεστ ευθέως του υπολοίπου ενός δηλωτικού οικονομικής κατάστασης ...
διάδοχος ελεγκτής
Λογιστική; Auditing
Ο ελεγκτής ενός πελάτη για τον τρέχοντα χρόνο όταν ο πελάτης είχε έναν άλλο ελεγκτή τα προηγούμενα χρόνια. Ο ελεγκτής που δεν είναι πλέον ο ελεγκτής αυτού του πελάτη είναι ο προηγούμενος ...
στατιστικό
Λογιστική; Auditing
Το να κάνεις παρεμβάσεις σε αβέβαιες καταστάσεις με την χρήση μαθηματικών. Οι μετρήσεις ενός μισού γκρουπ, το δείγμα, χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν την συμπεριφορά ενός μεγαλύτερου γκρουπ, ο ...
παράγραφος φάσματος
Λογιστική; Auditing
Η παράγραφος στο φύλλο ταμείου που εξηγεί τον σκοπό της δέσμευσης . Οι λέξεις της στάνταρ παραγράφου φάσματος είναι ''Διεξάγαμε το φύλλο ελέγχου συμφωνα με τα γενικά καθιερωμένα στάνταρ ελέγχου των ...
τεστ λεπτομερειών
Λογιστική; Auditing
Απευθείας τεστ υπολοίπου δηλωτικού οικονομικής κατάστασης (ουσιαστικές διαδικασίες ελέγχου) που δεν είναι αναλυτικές διαδικασίες. Αν τα λεπτομερή τεστ διεξάγονται ως τεστ ελέγχων καθώς και ουσιαστικά ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
HOSEOKNAM
0
Όροι
42
Γλωσσάρια
11
Οπαδοί