Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
δηλώσεις επί στάνταρ για υπηρεσίες λογιστικής και ελέγχου
Λογιστική; Auditing
Δηλώσεις που αφορούν τις ανέλεγκτες οικονομικές πληροφορίες μιας μη δημόσιας επιχείρησης που εκδόθηκαν από την Επιτροπή ΥπηρεσιώνΕλέγχου και Λογιστικής ...
σταθερή απόκκλιση
Λογιστική; Auditing
Ενα είδος στατιστικής που χρησιμοποιείται για να μετρήσει την διασπορά ίση με την τετραγωνική ρίζα του αριθμητή,μέσον όρο των τετραγώνων των αποκκλίσεων από τον μέσο όρο του ...
προσομοίωση
Λογιστική; Auditing
Αντιπροσώπευση της λειτουργίας ή χαρακτηριστικών μιας διαδικασίας ή συστήματος μέσω της χρήσης ενός άλλου. Η Προσομοίωση υπολογιστή της αναμονής γραμμών μπορεί να προσδιορίσει τον αριθμό υπαλλήλων ...
βοηθητικό φύλλο ταμείου
Λογιστική; Auditing
Οι λεπτομερείς πληροφορίες του υπολοίπου στο γενικό φύλλο ταμείου. Το σύνολο όλων των εισπράξεων λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο βοηθητικό φύλλο ταμείου των εισπράξεων στο υπόλοιπο στον λογαριασμό ...
προμηθευτέ
Λογιστική; Auditing
παρέχουν αγαθά ή υπηρεσίες σε μια ελεγμένη μονάδα. Μερικές φορές αποκαλούνται πωλητές.
συνεμπιστευτικές δεσμεύσεις
Λογιστική; Auditing
Ενα CPA ελέγχει ένα επιχειρησιακό σ΄συτημα για την ικανότητά του να λειτουργεί χωρίς λάθος υλικού και εκθέσεις αξιοπιστίας ...