Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
Προμήθεια Μετοχών και Συναλλάγματος (SEC)
Λογιστική; Auditing
είναι εταιρεία που εφαρμόζει Κρατικούς νόμους για μετοχές που προυποθετουν αποκάλυψη της πληροφορίας για τις μετοχές που κινούνται δημόσια. Το SEC ερευνά την απάτη στις μετοχές και ρυθμίζει τις τιμές ...
έγγραφα λογιστικού ελέγχου (έγγραφα εργασίας)
Λογιστική; Auditing
είναι αρχεία που τηρούνται από τον ελεγκτή των διαδικασιών που εφαρμόζονται, τεστ που διεξάγονται, πληροφορίες που αποκτούντιαι και ανοικτά συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν στην εμπλοκή. Τα έγγραφα ...
έλεγχοι υπολογιστή
Λογιστική; Auditing
Εσωτερικοί έλεγχοι που γίνονται σε υπολογιστή (έλεγχοι λογισμικού) σε αντίθεση με τους ελέγχους με το χέρι. Σημαίνει επίσης γενικοί έλεγχοι εφαρμογής στην επεξεργασία στοιχείων στον υπολογιστή ...
ψηφίο ελέγχου
Λογιστική; Auditing
Ενα επιπλέον ψηφίο που προστίθεται σε κωδικό για να ελέγξει την ακρίβεια άλλων χαρακτήρων στον κωδικό.