Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
μετοχικό κεφάλαιο
Νομική; Γενική νομική
Η συγκέντρωση κεφαλαίου από μια εταιρεία με τη διάθεση μετοχών (μερίδιο στην ιδιοκτησία), αντί για άλλη μορφή χρηματοδότησης (πώληση ομολόγων ή δανεισμού). Μετοχές, καθώς και άλλες παρόμοιες κινητές ...
μετοχικό κεφάλαιο
Νομική; Γενική νομική
Η συγκέντρωση κεφαλαίου από μια εταιρεία με τη διάθεση μετοχών (μερίδιο στην ιδιοκτησία), αντί για άλλη μορφή χρηματοδότησης (πώληση ομολόγων ή δανεισμού). Μετοχές, καθώς και άλλες παρόμοιες κινητές ...
παράγωγο
Νομική; Γενική νομική
Βασίζεται σε κάτι άλλο. Στα χρηματοοικονομικά, παράγωγο είναι ένα συμβόλαιο, όπως ένα δικαίωμα προαίρεσης (option), με αξία που εξαρτάται από την τιμή κάποιου άλλου προϊόντος (π.χ. μιας μετοχής). Τα ...
αποτελεσματική αγορά
Νομική; Γενική νομική
Μια μετοχή, προϊόν, αγορά ή μέθοδος που εμπεριέχει και χρησιμοποιεί όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, έτσι ώστε οι τιμές να αντανακλούν άμεσα όλες τις τρέχουσες πληροφορίες. ...
κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών
Νομική; Γενική νομική
Κεφάλαια που επενδύονται σε μια νέα εταιρεία και χαρακτηρίζονται γενικά από υψηλό ρίσκο και προσδοκία υψηλής ...
εγγύηση
Legal services; Γενική νομική
Ποσό που καταβάλλεται ως εγγύηση για την αποφυλάκιση κρατούμενου που περιμένει να δικαστεί.
τιμή εκτέλεσης
Νομική; Γενική νομική
Η τιμή στην οποία ένα άτομο μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης να αγοράσει ή να πουλήσει ένα προϊόν.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί