Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
δηλωθείσα τιμή
Νομική; Γενική νομική
Η τιμή προσφοράς ή ζήτησης μιας μετοχής ή άλλου χρεόγραφου ή προϊόντος.
κράχτης
Νομική; Γενική νομική
Εμπορεύματα που πωλούνται κάτω του κόστους για να προσελκύσουν πελάτες που ενδέχεται να αγοράσουν και άλλα προϊόντα. Όταν γίνεται διαφήμιση χωρίς την πρόθεση να πραγματοποιηθεί πραγματικά η προσφορά, ...
πάγια έξοδα
Νομική; Γενική νομική
Επιχειρηματικές δαπάνες που είναι σταθερές, ανεξαρτήτως της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, ...
πάγια έξοδα
Legal services; Γενική νομική
Προκαθορισμένα έξοδα σε αστικές υποθέσεις που μπορούν να ζητηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις, π.χ. εάν ο εναγόμενος δεν αναγνωρίζει μια αξίωση, ο ενάγων δικαιούται αυτά τα πάγια έξοδα από τον εναγόμενο. ...
αντιστάθμιση κινδύνου (hedging)
Νομική; Γενική νομική
Η προστασία μιας συμφωνίας ή μιας επισφαλούς επένδυσης μέσω αντισταθμιστικών ενεργειών. Για παράδειγμα, εάν ένας έμπορος έχει συμφωνήσει να παραδώσει εκατό ουγγιές χρυσού σε μια μελλοντική στιγμή, ...
blue chip
Νομική; Γενική νομική
Περιγράφει μια μεγάλη επιχείρηση με ιστορικό σταθερότητας και κερδών· επίσης, οι μετοχές μιας τέτοιας εταιρείας. ...
ενδιαφερόμενος
Νομική; Γενική νομική
Αυτός τον οποίο αφορά άμεσα το αποτέλεσμα μιας απόφασης ή διαφωνίας.