Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
spread
Νομική; Γενική νομική
Η διαφορά μεταξύ δύο τιμών, ποσών, ημερομηνιών ή αριθμών. Για παράδειγμα, η διαφορά μεταξύ των τιμών προσφοράς και ζήτησης σε εμπορικές συναλλαγές. Spread είναι επίσης το όνομα που δόθηκε σε πολλές ...
λόγος τιμής προς κέρδη
Νομική; Γενική νομική
Ο λόγος P / E μιας μετοχής (λόγος τιμής προς κέρδη ανά μετοχή ή price-to-earnings ratio) εκφράζει την τιμή που καταβάλλεται για μια μετοχή σε σχέση με το ετήσιο καθαρό ...
ληστρική πρόθεση
Νομική; Γενική νομική
Περιγράφει τη μείωση τιμών (συνήθως σε επίπεδα κάτω του κόστους) αποκλειστικά και μόνο για να θέσει έναν ανταγωνιστή εκτός της ...
αντισταθμιστικό κεφάλαιο (hedge fund)
Νομική; Γενική νομική
Μια εταιρεία ή σύλλογος επενδυτών (χωρίς άδεια από το S.E.C. να πουλά μετοχές για το ευρύ κοινό) που κάνει ριψοκίνδυνες επενδύσεις με βάση τη μόχλευση χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως τα παράγωγα που ...
προσφορά και ζήτηση
Νομική; Γενική νομική
Το εύρος των τιμών που καταγράφονται σε μια εξωχρηματιστηριακή συναλλαγή μετοχών. Προσφορά είναι η τιμή αγοράς και ζήτηση είναι η τιμή πώλησης. Η διαφορά είναι το κέρδος του μεταπωλητή. Με άλλα ...
bid in
Νομική; Γενική νομική
Μπιντάρισμα του ιδιοκτήτη σε μια δημοπρασία, προκειμένου να αποτρέψει την πώληση σε πολύ χαμηλή τιμή, ή η αγορά από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη σε μια αγορά αποκλεισμού. ...
δηλωθείσα τιμή
Νομική; Γενική νομική
Η τιμή προσφοράς ή ζήτησης μιας μετοχής, χρεογράφου ή προϊόντος.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί