Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
ένοχοι
Νομική; Γενική νομική
Ο εναγόμενος λέγεται ότι είναι ένοχος είτε αν παραδέχεται ότι έχει διαπράξει ένα έγκλημα ή τη διαπίστωση από δικαστή ή κριτική επιτροπή ότι η καθής διέπραξε το ...
habeas corpus
Νομική; Γενική νομική
Ένα ένταλμα του habeas corpus, είναι προνόμιο δικόγραφο συνταγματική υψίστης σημασίας. Έχει σχεδιαστεί για να προσφέρει άμεση ανακούφιση από την παράνομη κατακράτηση ή συγκράτησης. Ένα τέτοιο ...
συνήθη δράστη
Νομική; Γενική νομική
Ένα άτομο, που έχει καταδικαστεί για πολλαπλές κακουργήματα, και που με τη βία ή συνήθεια έχει συνηθίσει σε μια ζωή στο έγκλημα. Τέτοιες παραβάτες, σε περίπτωση περαιτέρω ποινικές καταδίκες, δίνονται ...
Επίτροπο
Νομική; Γενική νομική
Αν ο εναγόμενος είναι ανήλικος, το δικαστήριο διορίζει ένα κατάλληλο πρόσωπο να είναι του/της φύλακας, το οποίο προστατεύει τα συμφέροντα του παιδιού κατά τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών. ...
θεματοφύλακας
Νομική; Γενική νομική
Ένα πρόσωπο που, κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής διορίζεται νομίμως να αναλάβει την ευθύνη του ανηλίκου ή την ιδιοκτησία του ονομάζεται θεματοφύλακας. ...
δυναστεία εμπιστοσύνη
Νομική; Γενική νομική
Μια εμπιστοσύνη όπου σχεδιάζεται με τρόπο να περάσει κάτω για πολλές γενεές για να αποφύγουν τη φορολογία.
οφειλόμενη διαδικασία
Νομική; Γενική νομική
Μια αρχή όπου είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα να έχουν μια νομική διαδικασία, όπως η ακρόαση διεξάγεται για κάθε άτομο, έτσι ώστε δεν άδικη ή άνιση μεταχείριση δίνεται σε κάθε ...