Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law

General law

Common terminology used in legal business.

Contributors in Γενική νομική

General law

νεοφανής

Νομική; Γενική νομική

Παραπέμπει σε κάτι που έχει αρχίσει αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί, είτε μια δραστηριότητα ή κάποιο αντικείμενο που είναι ...

drunkometer

Νομική; Γενική νομική

Ένα εμπορικό σήμα της δοκιμή αποδεικτική αναπνοής. Ξηρό 1. Μόνο παθητική; ανενεργό, επίσημη ή ονομαστική. Για παράδειγμα, ένα στεγνό εμπιστοσύνη είναι ένα στο οποίο ο σύνδικος είναι νόμιμος ιδιοκτήτης ...

μεθυσμένος-o-meter

Νομική; Γενική νομική

Ένα εμπορικό σήμα της δοκιμή αποδεικτική αναπνοής. Ξηρό 1. Μόνο παθητική; ανενεργό, επίσημη ή ονομαστική. Για παράδειγμα, ένα στεγνό εμπιστοσύνη είναι ένα στο οποίο ο σύνδικος είναι νόμιμος ιδιοκτήτης ...

ουσιαστικής αθέτησης

Νομική; Γενική νομική

Παραβίαση της σύμβασης που περιλαμβάνει μια αποτυχία να εκτελέσει ουσιαστικά μια συμβατική υπόσχεση. Α παραβίαση της σύμβασης πρέπει να είναι υλικό για μια δίκη, με βάση την παραβίαση να ...

αδιέξοδο

Νομική; Γενική νομική

Κατανομή στις διαπραγματεύσεις με δεν συγκεκριμένα σχέδια για περαιτέρω προσπάθειες να διασπάσει το αδιέξοδο, αφού και οι δύο πλευρές προσπάθησαν σκληρά να διαπραγματευθούν με καλή πίστη για την ...

Αγροτεμάχιο

Νομική; Γενική νομική

Ένα καθορισμένο κομμάτι της ακίνητης περιουσίας, που συνήθως προκύπτουν από τη διαίρεση της μια μεγάλη έκταση ...

μάρτυρας

Legal services; Γενική νομική

Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες μέσω γραπτής κατάθεσης στο δικαστήριο ή στην αστυνομία

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Christmas

Κατηγορία: Θρησκεία   1 11 Όροι

Mathematical Terms in English, German and Indonesian

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 8 Όροι