Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
πιστοποιητικό ανάθεσης
Νομική; Γενική νομική
Το έγγραφο ανάληψης κάποιου άλλο για αποφάσεις φροντίδας υγείας, αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό ο ίδιος. Πρόκειται για οδηγία εκ των ...
πιστοποιητικό επαλήθευσης
Νομική; Γενική νομική
Το έγγραφο που συνοδεύει ένα άλλο, επίσημο έγγραφο και που δεν αποδεικνύει πως αυτό έχει νομική ισχύ. Πιστοποιητικό σύγκρισης αποδοχής υπό ...
ετερόγραφο
Νομική; Γενική νομική
Το έγγραφο που γράφεται και υπογράφεται από κάποιο πρόσωπο αντί κάποιου άλλο.
διγαμία
Νομική; Γενική νομική
Με την στενή έννοια του όρου, ο όρος σημαίνει τον γάμο με ένα δεύτερο πρόσωπο μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου, σε αντίθεση με την πολυγαμία που σημαίνει το να έχει ένας άνδρας να έχεις συγχρόνως ...
έθιμο
Νομική; Γενική νομική
Το έθιμο είναι άγραφος νόμος που καθιερώνεται μέσω συνεχών πράξεων και δράσης των υποκειμένων και καθιερώνεται ως πηγή Συνταγματικού δικαίου, και αντικείμενο νομοθεσίας ...
νομική συμπαράσταση)
Νομική; Γενική νομική
Κηδεμονία από έναν γονέα ή δικαστική συμπαράσταση, ορίζουν τα άτομα που υπάγονται σε αυτήν.
εγκληματολογία
Νομική; Γενική νομική
Εγκληματολογία ονομάζεται ο κλάδος της Νομικής επιστήμης, και μελέτης όπως ανατομία και ανάλυση της εγκληματικότητας. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
tula.ndex
0
Όροι
51
Γλωσσάρια
11
Οπαδοί