Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
κοινοποίηση
Legal services; Γενική νομική
Σε μια αστική υπόθεση τα αποδεικτικά στοιχεία και τα έγγραφα τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν από τους διαδίκους πρέπει να κοινοποιηθούν/γνωστοποιηθούν στον ...
αντικειμενικός
Legal services; Γενική νομική
Ουδέτερος απέναντι και στα δύο στα μέρη μιας διαφωνίας, που δεν δείχνει προτίμηση σε καμία πλευρά.
ανοικτή πίστωση
Νομική; Γενική νομική
Ένας ''λογαριασμός χρέωσης΄΄ όπου οι αγορές ('η δάνεια) μπορούν να γίνονται μέσω ξεχωριστών διακανονισμών πίστωσης κάθε φορά. Αυτό συνήθως γίνεται σε πιστωτικές κάρτες και ''τακτικές χρεώσεις'' όπου ...
κοινοπραξία
Νομική; Γενική νομική
Η άμεση σχέση δύο ή περισσότερων προσώπων για τη σύσταση εταιρείας (επιχείρησης) Αν συνεχίσει η σχέση, μπορεί να υπάρξει συνεργασία. ...
Πράξη Clayton
Νομική; Γενική νομική
Ένας ομοσπονδιακός νόμος του 1914 (15 U.S.C 12) μέσου του οποίου επεκτάθηκε η Πράξη Sherman έναντι μονοπωλίων και διάκριση ...
εξοικονόμηση ως ρήτρα του κατόχου
Νομική; Γενική νομική
Ένας νόμος των ΗΠΑ (28 U.S.C 1333) που επιτρέπει την άσκηση αγωγής σε ναυτικούς είτε σε σε τοπικό είτε σε δικαστήριο στην αλλοδαπή, αλλά όπου απαιτείται τα κρατικά δικαστήρια να εφαρμόζουν ουσιαστικό ...