Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law
General law
Common terminology used in legal business.
Industry: Νομική; Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Γενική νομική
General law
ατιμία
Νομική; Γενική νομική
Να αρνούνται ή να αμελήσετε να αποδεχθεί ή να πληρώσει όταν έχει υποβληθεί νομότυπα για πληρωμή συναλλαγματικής, γραμματίου ή ...
αγωνία
Νομική; Γενική νομική
Είναι μια σύλληψη της μια προσωπική κατοχή, χωρίς νομική διαδικασία, ένα δράστη, στα χέρια του ένα θιγόμενο μέρος, προκειμένου να ληφθεί η πληρωμή για τα χρήματα που οφείλονται ή απόδοση ...
διαζύγιο
Νομική; Γενική νομική
Διαζύγιο, είναι μια λύση πλην της θανάτου ή ακύρωσης του γάμου. Προέρχεται από τη Λατινική λέξη «divortium», που σημαίνει να αποχωριστείτε. Διαβάστε περισσότερα στο pro bono διαζύγιο Δικηγόροι και ...
δόγμα
Νομική; Γενική νομική
Ένα νομικό δόγμα είναι κανόνας ή αρχή δικαίου, πλαίσιο, το σύνολο των κανόνων, όταν θεσπίστηκε με ένα προηγούμενο, μέσω του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί η αποφάσεις σε μια δεδομένη νομική ...
ενδοοικογενειακή βία
Νομική; Γενική νομική
Χρήση σωματικής βίας από κάποιον στην οικογένεια για να βλάψει ή να κυριαρχούν από την άλλη. Εγχώρια βία μπορεί να περιλαμβάνει σωματική βία, η σεξουαλική κακοποίηση και η συναισθηματική κακοποίηση. ...
Διπλή Διακινδύνευση
Νομική; Γενική νομική
Η τοποθέτηση ενός προσώπου σε δίκη για αδίκημα για το οποίο αυτός ή αυτή έχει προηγουμένως τεθεί σε δίκη έγκυρη εξασφάλισης: δύο δικαστικές αποφάσεις για ένα ...
διπλής φορολογίας
Νομική; Γενική νομική
Η διπλή φορολόγηση είναι φορολογίας του ίδιου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό δύο φορές σε ένα χρόνο, ή η φορολογία μερισμάτων εταιρική δύο ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί