Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
συνάρτηση MEDIAN
Υγεία; Pharmacy
Μέτρο της κεντρικής τάσης. Είναι η μέση παρατήρηση, ie, αυτή που χωρίζει την κατανομή των τιμών σε ημίση. Επίσης είναι ίση με το 50 εκατοστημόριο. ...
ποσοστό πολυγώνου
Υγεία; Pharmacy
Ένα γράφημα γραμμών που συνδέουν τα μεσαία σημεία των οι κορυφές των στηλών του ένα ιστόγραμμα που βασίζονται σε ποσοστά αντί μετράει. Είναι χρήσιμο σε σύγκριση δύο ή περισσοτέρων συνόλων παρατηρήσεις ...
ανθρωποέτη ζωής έχασαν
Υγεία; Pharmacy
Ένα μέτρο του συνολικού προσδόκιμο ζωής έχασαν εντός ορισμένου πληθυσμού λόγω του πρόωρου θανάτου.
παρατήρηση bias
Υγεία; Pharmacy
Ένα ελάττωμα στη μέτρηση της έκθεσης ή αποτέλεσμα δεδομένα που οδηγεί συστηματικά διαφορές όσον αφορά την ποιότητα των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν για ομάδες μελέτης και σύγκριση. Δείτε επίσης ...
Επιτροπή αξιολόγησης και διασφάλισης ποιότητας
Υγεία; Pharmacy
Μια Επιτροπή που βρέθηκαν σε εγκαταστάσεων μακροχρόνιας υγειονομικής περίθαλψης για την αξιολόγηση της ποιότητας της περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης χρήσης ναρκωτικών. ...
σχιζοφρένεια
Υγεία; Pharmacy
Χρόνιες διαταραχή της σκέψης και επηρεάζουν περιλαμβάνει διαφορετικές αστερισμούς συμπτώματα (δηλαδή, θετική συμπτώματα, αρνητική συμπτώματα, γνωστικές δυσλειτουργία), με το άτομο που έχει μια ...