Home > Βιομηχανία/Τομέας > Υγεία > Pharmacy
Pharmacy
1) The science and practice of the preparation and dispensing of medicinal drugs. 2) A store where medicinal drugs are dispensed and sold.
Industry: Υγεία
Προσθήκη νέου όρουContributors in Pharmacy
Pharmacy
ανθρωποέτη
Υγεία; Pharmacy
Μια κοινή μονάδα μέτρησης χρόνου πρόσωπο, ένα person-year αντιστοιχεί σε ένα άτομο που ακολουθήθηκε για ένα έτος, ή εναλλακτικά, δύο άτομα κάθε ακολουθείται για μισό χρόνο, και ούτω ...
Επιτροπή θεσμικών αναθεώρησης (IRB)
Υγεία; Pharmacy
Μια ομάδα ατόμων από διάφορους κλάδους (e. G. , laypeople, οι γιατροί, τους φαρμακοποιούς, νοσοκόμων και κλήρου) που αξιολογεί πρωτόκολλα για κλινικές μελέτες για την αξιολόγηση των κινδύνων για τους ...
κατάχρηση της ουσίας
Υγεία; Pharmacy
Μοτίβο maladaptive της χρήσης της ουσίας που υποδεικνύεται από επανειλημμένες αρνητικές συνέπειες που συνδέονται με την επαναλαμβανόμενη χρήση της ουσίας. Παραδείγματα αποτυχίας να εκπληρώσει ...
εγκεφαλοπαθεια
Υγεία; Pharmacy
Ένα σχηματισμό συμπτώματα με άτυπες χαρακτηριστικά τέτοια ώστε δεν μπορεί να γίνει διάγνωση του idiopathic Πάρκινσον. ...
Κατανομή πιθανοτήτων
Υγεία; Pharmacy
Μια κατανομή συχνοτήτων μια τυχαία μεταβλητή, που εμπειρικών ή με θεωρητική (π.χ., κανονική, διωνυμική).
Συσκευές αιμοκάθαρσης peritoneal (PD)
Υγεία; Pharmacy
Συσκευές αιμοκάθαρσης διαδικασία εκτελείται στη peritoneal κοιλότητα στην οποία ο peritoneum ενεργεί ως την semipermeable ...