Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
γραφική παράσταση βουνού
Γλώσσα; Public speaking
Η παραλλαγή ενός γραφήματοσ σειράς όπου διάφορα χρώματα χρησιμοποιούνται για να γεμίζουν τις περιοχές πάνω και κάτω από την ...
χιούμορ για τον εαυτό κάποιου
Γλώσσα; Public speaking
Ενα είδος πολύ καλού χιούμπρ που φωτίζει την δική μας αδυναμία
συν-ενεργή προσέγγιση
Γλώσσα; Public speaking
Ενας τρόποσ προσέγγισης απρόθυμων ακροατηρίων όπου ο ομιλητής προσπαθεί να καθιερώσει την καλή θέληση, δίνει έμφαση στις κοινές αξίες και καθιερώνει σεμνούς στόχους προς ...
συνδετικός
Γλώσσα; Public speaking
Μια λέξη ή φράση που ενώνει τις ιδέες ενός λόγου και δείχνει την σχέση μεταξύ τους.
παράδειγμα από τη πραγματικότητα
Γλώσσα; Public speaking
Μια ένδειξη βασισμένη σε κάτι που πραγματικά συνέβη που αποτελεί γεγονός
συμβολικός ρατσισμός
Γλώσσα; Public speaking
Μια έμμεση μορφή ρατσισμού που υοιθετεί λέξεις κώδικα και φινέτσας, μη ομιλούμενη αντίθεση για να υποθέσει ότι μια φυλή είναι ανώτερη από την ...