Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
ψιθυρίζω
Γλώσσα; Public speaking
Συσκευή που εγείρει την προσοχή όπου ο παρουσιαστής ομιλεί με πολύ χαμηλό τόνο στα μελη ενός ακροατηρίου.
τελετουργικός λόγος
Γλώσσα; Public speaking
Λόγος σε εορτές Κοινότυπο είναι εθνικοί λόγοι,έμπνευση, ευλογίες,, εισαγωγή, επιβραβευσεις και λόγος μετά το βραδυνό. Η βαθύτερη τους λειτουργία είναι να μοιράζονται ταυτότητες και να ενδυναμώνουν ...
περιοδική βάση δεδομένων
Γλώσσα; Public speaking
Η αναζήτηση βοήθειας που κατηγοριοποιεί τα άρθρα από έναν μεγάλο αριθμός περιοδικών ή εφημερίδω.
εικονική βιβλιοθήκη
Γλώσσα; Public speaking
Η βοήθεια αναζήτησης που συνδυάζει την τεχνολογία του Ιντερνετ με παραδοσιακές μεθόδους βιβλιοθήκης καταλόγων και αξιολόγησης στοιχείων. ...
μηχανή αναζήτησης
Γλώσσα; Public speaking
Μια μηχανή αναζήτησης που περιέχει σελίδες διαδυκτίου και τις τσεκάρει για ιστότοπους που ταιράζουν στην αναζήτηση του ...
μηχανή μεταναζήτησης
Γλώσσα; Public speaking
Μια βοήθεια στην αναζήτηση που στέλνει την αίτηση του ερεευητή σε διάφορες μηχανές αναζήτησης συγχρόνως
απόφανση αυτο-γνωσίας
Γλώσσα; Public speaking
Μια σειρά ερωτήσεων που μπορεί να κάνει ένας ομιλητής για να αναπτύξει μια προσέγγιση στον λόγο εισαγωγής.