Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > reparto

reparto

Acto de distribuir mediante asignación o repartición.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): partition_₀, partition_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Miscellaneous
  • Category: Magazines
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jorbuacar
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

banana

The world's most popular fruit. The most common U.S. variety is the yellow Cavendish. They are picked green and develop better flavor when ripened off ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Indonesian Food

Κατηγορία: Food   2 11 Όροι

Islamic Religious

Κατηγορία: Θρησκεία   1 4 Όροι