Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > botánico

botánico

Connected with the study or cultivation of plants.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fitness Category: Workouts

pandiculación

La acción de desperezarse y bostezar.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Retirement

Κατηγορία: Other   1 21 Όροι

10 Most Famous Streets in the World

Κατηγορία: Travel   2 10 Όροι