Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
ερώτημα πολιτικής
Γλώσσα; Public speaking
Μια ερώτηση στο εάν μια ειδική διαδικασία δράσης πρέπει να ληφθεί ή όχι.
λεύκωμα
Γλώσσα; Public speaking
Μια αναφορά εργασίας που δημοσιεύεται και περιέχει πληροφορίες πάνω στο προηγούμενο έτος.
αναφορά
Γλώσσα; Public speaking
Η σχέση με το ακροατήριο, ειδικά μια αμοιβαία εμπιστοσύνη ή συγκίνηση.
συζήτηση πάνελ
Γλώσσα; Public speaking
Μια δομημενη συζήτηησ σε έν ορισμένο θέμα μεταξύ των διαφόρων ανθρώπων ενός ακρατηρίου.
κύριο τραπέζι
Γλώσσα; Public speaking
Ενα τραπέζι στο μπροστινό μέρος του δωματίου για αρχηγούς, ειδικούς επισκέπτες και ομιλητές στο γεγονός
αντίθετο αποτέλεσμα
Γλώσσα; Public speaking
Μια τάση ακροατών για την διαστρέβλωση θέσεων ενός ομιλητή με το οποίον διαφωνούν και ερμηενεία αυτών των θέσεων ως επιπλέον μακρυά από τις δικές τουσ γνώμες που είναι πραγματικά. ...