Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
εργαστήριο
Γλώσσα; Public speaking
Μια εκπαιδευτική συνδεδρίαση από μία ώρα σε πολές μέρες. Συνήθως γίνεται με χειρονακτική εργασία στις ιδιαίτερες ικανότητες που διδάσκονται. ...
κακή καθολίκευση
Γλώσσα; Public speaking
Ενα λάθος στην λογική από ειδικές περιστάσεις, όπου ομιλήτής πηδάει σε ένα γενικό συμπέρασμα με βάση ανεπαρκείς ...